
Η
ώρα που είχαν δώσει ραντεβού είχε περάσει προ πολλού. Είχε κουραστεί πια, να γυρνάει δεξιά και αριστερά μπας και την αναγνωρίσει. Οι περαστικοί είχαν αρχίσει να τον κοιτάνε περίεργα. Χώρια που άρχισαν να του τελειώνουν και τα τσιγάρα.
Δεν είχαν πει για κάποιο σημάδι. Δεν είχε νόημα. Ήθελαν και οι δυο να λειτουργήσει το κάλεσμα της ψυχής. Έτσι όπως είχαν συνδεθεί, χωρίς πραγματικά να έχει δει ο ένας τον άλλο. Απλά και μόνο κάποια pixels διαφορετικού χρώματος που αποτελούσαν τα ψηφιακά τους πορτρέτα.
Ήταν καλύτερα έτσι. Είχαν πει περισσότερα. Περισσότερα από οποιεσδήποτε γνωριμίες είχαν κάνει στην ζωή τους. Πράγματα κρυφά, εσωτερικά κρυμμένα που φωλιάζουν και δεν βγαίνουν ποτέ...
Η
βροχή είχε αρχίσει να σταματάει. Ο
ήλιος άρχισε να δείχνει το φωτεινό του πρόσωπο. Έκλεισε την ομπρέλα του και κάθισε σε κάποια διπλανά
σκαλοπάτια για να ξεκουραστεί.
Άρχισε να ανησυχεί μήπως έπαθε τίποτα. Μήπως χρειαζόταν κάπου την βοήθεια του.
Βέβαια, υπήρχε πάντα η περίπτωση να το μετάνιωσε και απλώς να μην μπορούσε να
τον αντικρίσει κατάματα. Ήξερε τόσα πράγματα γι΄ αυτήν που ίσως και να ήταν φυσιολογικό να ντρεπόταν. Το ίδιο όμως ίσχυε και γι΄ αυτόν. Από την άλλη όμως σκεφτόταν ότι αυτή το ζήτησε... Εκείνος δεν θα την πίεζε ποτέ... Του αρκούσε αυτό που είχαν.
Τα λουλούδια που κρατούσε δεν ήταν πολλά και εντυπωσιακά. Άλλωστε δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Δεν ήθελε να ρίξει ακόμα μια γκόμενα... Από αυτά είχε μπουχτίσει. Ανούσιες σχέσεις που κατέληγαν σε δωμάτια μικρών παράνομων ξενοδοχείων. Και κάθε φορά αισθανόταν πιο μόνος. Δεν θυμόταν ούτε καν τα ονόματα τους...
Ούτε είχε φορέσει τίποτα ιδιαίτερο. Ένα μαύρο τζιν, μια μπλούζα με ένα μικρό δράκο στο πίσω μέρος και το δερμάτινο μπουφάν του. Έτσι, όπως θα πήγαινε για καφέ μ’ ένα φίλο του μια συνηθισμένη μέρα. Και το μαύρο σπορ αμάξι του, το είχε παρκάρει πολύ μακριά. Ήθελε να αφήσει πίσω του όλα εκείνα τα στοιχεία που θα έκαναν την επαφή τους συνηθισμένη....
Ετοιμάστηκε να φύγει. Έκλεισε το μικρό mp3 player που ήταν γεμάτο με τα τραγούδια που της είχε αφιερώσει κατά καιρούς, έβαλε τα ακουστικά στην τσέπη, έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω και έστριψε στην διπλανή γωνία...
Δεν πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα και ένοιωσε μια έντονη δόνηση στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του.
«1 μήνυμα ελήφθη...»
«Μόλις έφτασα... Χίλια συγγνώμη... Θα πεθάνω αν δεν σε πρόλαβα....»
Άρχισε να τρέχει απεγνωσμένα...
Έστριψε στην γωνία μπροστά από την πόρτα του μικρού καφέ....
Ο
Άγγελος του ήταν εκεί... Η περιπέτεια μόλις άρχιζε...
(Η ιστορία γράφτηκε μετά το ευγενικό κάλεσμα της φίλης μου Ανατολής).