Πρωί καθημερινής. Φτάνοντας επιτέλους μετά από μια ώρα και, στο δρόμο του γραφείου...
Τίποτα δεν φαινόταν ότι θα διέκοπτε την πρωινή μου νύστα. Ίδιο άγχος, ίδια κούραση... Άδειος από συναισθήματα, με τις μόνες μου σκέψεις να περιφέρονται γύρω από τα «θέματα» που είχα να αντιμετωπίσω...
Φτάνοντας στην τελευταία δεξιά στροφή πριν το γραφείο, διέκρινα μια κίνηση στην απέναντι μεριά του δρόμου...
Μια κοπελίτσα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, και μια ηλικιωμένη κυρία (προφανώς συγγενής, μητέρα δεν ξέρω) να κρατάει τα χερούλια...
Η γειτονιά είναι από τις λίγες που διαθέτει χαμηλωμένες ράμπες, ειδικά για την διευκόλυνση αυτών των ανθρώπων.
Κάποιος όμως είχε παρκάρει ακριβώς εκεί, κλείνοντας την μισή δίοδο πρόσβασης.
Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε καταφέρει να κατεβάσει το μισό καρότσι με τη μια ρόδα στο δρόμο και προσπαθούσε να καταφέρει και το υπόλοιπο. Το κορίτσι επάνω, ταρακουνιόταν έντονα αλλά έδειχνε να το υπομένει χωρίς να δυσανασχετεί.
Και ξαφνικά γύρισε και με κοίταξε....
Ένοιωσα το βλέμμα της να τρυπάει την καρδιά μου...
Ανέκφραστο αλλά τόσο έντονο και λυπημένο...
Ποτέ δεν το θα ξεχάσω...
Έστριψα δεξιά και συνέχισα, ψάχνοντας στα γύρω στενά για να παρκάρω.
....
....
....
Εννιά και, ώρες μετά, κατάλαβα τι είχα κάνει...
Γιατί ρε μαλακισμένο, δεν σταμάτησες να βοηθήσεις?
Γιατί ρε βολεμένε, εγωίσταρε, καθίκι, τομάρι δεν τα παράτησες όλα να τρέξεις?
Και το χειρότερο? Ούτε καν σου πέρασε αυτή η σκέψη απ’το μυαλό τη συγκεκριμένη στιγμή....
Τόσο σκατάς έγινες πια? Δεν σε δικαιολογεί τίποτα, ούτε αυτά που έχεις περάσει...
Τι φταίει και έχεις γίνει τόσο απαθής και αδιάφορος?
Καμιά δικαιολογία...
Απαράδεκτος...
Μαλάκας...
Εγωκεντρικό κάθαρμα...
Εαυτούλης...
Σου αξίζει δυο μέρες τώρα να σε στοιχειώνουν αυτά τα μάτια...
(Αφιερωμένο στην Αμαλία... μπας και με μισήσω λιγότερο... )
Τίποτα δεν φαινόταν ότι θα διέκοπτε την πρωινή μου νύστα. Ίδιο άγχος, ίδια κούραση... Άδειος από συναισθήματα, με τις μόνες μου σκέψεις να περιφέρονται γύρω από τα «θέματα» που είχα να αντιμετωπίσω...
Φτάνοντας στην τελευταία δεξιά στροφή πριν το γραφείο, διέκρινα μια κίνηση στην απέναντι μεριά του δρόμου...
Μια κοπελίτσα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, και μια ηλικιωμένη κυρία (προφανώς συγγενής, μητέρα δεν ξέρω) να κρατάει τα χερούλια...
Η γειτονιά είναι από τις λίγες που διαθέτει χαμηλωμένες ράμπες, ειδικά για την διευκόλυνση αυτών των ανθρώπων.
Κάποιος όμως είχε παρκάρει ακριβώς εκεί, κλείνοντας την μισή δίοδο πρόσβασης.
Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε καταφέρει να κατεβάσει το μισό καρότσι με τη μια ρόδα στο δρόμο και προσπαθούσε να καταφέρει και το υπόλοιπο. Το κορίτσι επάνω, ταρακουνιόταν έντονα αλλά έδειχνε να το υπομένει χωρίς να δυσανασχετεί.
Και ξαφνικά γύρισε και με κοίταξε....
Ένοιωσα το βλέμμα της να τρυπάει την καρδιά μου...
Ανέκφραστο αλλά τόσο έντονο και λυπημένο...
Ποτέ δεν το θα ξεχάσω...
Έστριψα δεξιά και συνέχισα, ψάχνοντας στα γύρω στενά για να παρκάρω.
....
....
....
Εννιά και, ώρες μετά, κατάλαβα τι είχα κάνει...
Γιατί ρε μαλακισμένο, δεν σταμάτησες να βοηθήσεις?
Γιατί ρε βολεμένε, εγωίσταρε, καθίκι, τομάρι δεν τα παράτησες όλα να τρέξεις?
Και το χειρότερο? Ούτε καν σου πέρασε αυτή η σκέψη απ’το μυαλό τη συγκεκριμένη στιγμή....
Τόσο σκατάς έγινες πια? Δεν σε δικαιολογεί τίποτα, ούτε αυτά που έχεις περάσει...
Τι φταίει και έχεις γίνει τόσο απαθής και αδιάφορος?
Καμιά δικαιολογία...
Απαράδεκτος...
Μαλάκας...
Εγωκεντρικό κάθαρμα...
Εαυτούλης...
Σου αξίζει δυο μέρες τώρα να σε στοιχειώνουν αυτά τα μάτια...
(Αφιερωμένο στην Αμαλία... μπας και με μισήσω λιγότερο... )